Κοιτάζω τη βροχή κι ανοίγω εκείνο το παλιό «μινοράκι» που στα παιδικά μου χρόνια μου χάρισε μια μελωδία που με ταξίδευε σε μια πόλη, που μου υποσχόταν φως, μαγεία και ζεστά κρουασάν…
Η μπαλαρίνα στο κουτί της μαντεύει μάλλον τη σκέψη μου και περιμένει με το πόδι στον αέρα και το χαμόγελο στο πρόσωπό της, να συνεχίσω το συλλογισμό μου φωναχτά. Το κάνω.
Κάπου διάβασα ότι ίσως η πιο γενναία πράξη του ανθρώπου, είναι να σκέφτεται φωναχτά. Δεν ξέρω αν έρχεται στιγμή που νιώθει κανείς μέσα του γενναιότητα. Δεν ξέρω αν είναι θέμα χρόνου, εμπειριών, συγκυριών, γονιδίων, ή κάτι τέτοιο. Σίγουρα όμως όλοι μας νιώθουμε, ή τουλάχιστον, οφείλουμε να νιώθουμε την ανάγκη, να είμαστε όσο πιο ειλικρινείς μπορούμε. Πρώτα απέναντι στον εαυτό μας κι ύστερα απέναντι στους άλλους.
Έτσι λοιπόν, γυρίζω πάλι στο μουσικό κουτί. Η χορεύτρια μοιάζει να ξέρει με λεπτομέρεια όλες τις κινήσεις, με ακρίβεια κάθε φιγούρα. Εγώ πάλι είμαι… ανεπίδεκτη μαθήσεως, αλλά πιστεύω πως η ίδια η ζωή είναι σαν το χορό: μια στο… ταψί, μια στα σύννεφα! Κλείνω το κουτί. Σε κοιτάζω να προχωράς στο φως της νύχτας που σβήνει αργά και πέφτω για ύπνο με τη βεβαιότητα ότι θα είμαι εδώ. Δίπλα σου. Θ’ακούω την καρδιά σου να χτυπά πλάι στη δική μου και να βγαίνει πάντα στη βροχή και να χορεύει σε ρυθμούς που κι ο ίδιος αγνοούσες. Όμως το αόρατο πιάνο του Σύμπαντος, συνδυάζει γι’ άλλη μια φορά τ’ άσπρα και τα μαύρα πλήκτρα, ακολουθώ αδέξια το βήμα σου κι η ευτυχία έρχεται… “Έν χορδαῖς καὶ ὀργάνοις”, «βεβαίως-βεβαίως»!!!!!!!!
Η μπαλαρίνα στο κουτί της μαντεύει μάλλον τη σκέψη μου και περιμένει με το πόδι στον αέρα και το χαμόγελο στο πρόσωπό της, να συνεχίσω το συλλογισμό μου φωναχτά. Το κάνω.
Κάπου διάβασα ότι ίσως η πιο γενναία πράξη του ανθρώπου, είναι να σκέφτεται φωναχτά. Δεν ξέρω αν έρχεται στιγμή που νιώθει κανείς μέσα του γενναιότητα. Δεν ξέρω αν είναι θέμα χρόνου, εμπειριών, συγκυριών, γονιδίων, ή κάτι τέτοιο. Σίγουρα όμως όλοι μας νιώθουμε, ή τουλάχιστον, οφείλουμε να νιώθουμε την ανάγκη, να είμαστε όσο πιο ειλικρινείς μπορούμε. Πρώτα απέναντι στον εαυτό μας κι ύστερα απέναντι στους άλλους.
Έτσι λοιπόν, γυρίζω πάλι στο μουσικό κουτί. Η χορεύτρια μοιάζει να ξέρει με λεπτομέρεια όλες τις κινήσεις, με ακρίβεια κάθε φιγούρα. Εγώ πάλι είμαι… ανεπίδεκτη μαθήσεως, αλλά πιστεύω πως η ίδια η ζωή είναι σαν το χορό: μια στο… ταψί, μια στα σύννεφα! Κλείνω το κουτί. Σε κοιτάζω να προχωράς στο φως της νύχτας που σβήνει αργά και πέφτω για ύπνο με τη βεβαιότητα ότι θα είμαι εδώ. Δίπλα σου. Θ’ακούω την καρδιά σου να χτυπά πλάι στη δική μου και να βγαίνει πάντα στη βροχή και να χορεύει σε ρυθμούς που κι ο ίδιος αγνοούσες. Όμως το αόρατο πιάνο του Σύμπαντος, συνδυάζει γι’ άλλη μια φορά τ’ άσπρα και τα μαύρα πλήκτρα, ακολουθώ αδέξια το βήμα σου κι η ευτυχία έρχεται… “Έν χορδαῖς καὶ ὀργάνοις”, «βεβαίως-βεβαίως»!!!!!!!!
Μαρία Σχίζα