Προσβασιμότητα, λέξη ελληνική…

  Ανοίγοντας το λεξικό διαβάζω τα εξής: 
  Προσβασιμότητα: λέξη ελληνική, σύνθετη από τις λέξεις : προς + βαίνω= βαδίζω. Είναι η ιδιότητα του προσβάσιμου• η δυνατότητα που δίνεται σε κάποιον να έχει πρόσβαση σε ένα χώρο, δηλαδή να βαδίσει σε ένα χώρο χωρίς εμπόδια. 
  Επίσης,
  Εμπόδιο: καθετί που με φυσικό ή τεχνητό τρόπο δυσχεραίνει ή κάνει αδύνατη μια πορεία προς ορισμένη κατεύθυνση.

  Και έπειτα, διαπιστώνω τα εξής:
  Στην καθημερινότητά μας, από τη στιγμή που θα ξυπνήσουμε και θα σηκωθούμε από το κρεβάτι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, στη δουλειά, στο δρόμο, μέχρι και την ώρα που θα επιστρέψουμε σπίτι για να ξεκουραστούμε, επιθυμούμε όλοι ανεξαιρέτως την απρόσκοπτη διέλευσή μας, με τη λιγότερη καταβαλλομένη προσπάθεια και στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Και μάλιστα θεωρούμε τόσο δεδομένη την ύπαρξη προσβασιμότητας, που στο πρώτο ελάχιστο εμπόδιο που θα συναντήσουμε, εκνευριζόμαστε, φωνάζουμε και απαιτούμε την άμεση άρση του. 

  Παραδείγματος χάριν, ποιος δεν έχει τσαντιστεί όταν το πρωί που ξυπνάει και κατευθύνεται προς την τουαλέτα, γλιστράει πατώντας σε παπούτσια ή παιγχνίδια πεταμένα στο πάτωμα που «ξέχασε» το προηγούμενο βράδυ να μαζέψει το παιδί του…;  Ή όταν αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει τις σκάλες για να κατέβει και μετά να ανέβει, επειδή ο διαχειριστής δεν κάλεσε το συνεργείο συντήρησης ανελκυστήρα… όταν στο δρόμο δημιουργείται συμφόρηση, επειδή κάποιος σηματοδότης είναι εκτός λειτουργίας… όταν στο γραφείο διαπιστώνει βλάβη στον Η/Υ και αναγκάζεται να γράψει με το χέρι… όταν χαλάσει μια από τις ηλεκτρικές συσκευές στο σπίτι και η νοικοκυρά ή ο νοικοκύρης αναγκάζεται να πλύνει στο χέρι…, να σκουπίσει με την απλή σκούπα… κτλ…
   
  Σίγουρα σε όλες αυτές τις περιπτώσεις και σε πολλές άλλες, τα νεύρα είναι «τεντωμένα» και οι φωνές δυνατές. Αλλά το ίδιο άμεση είναι και η κινητοποίησή μας για την επίλυση των προβλημάτων το συντομότερο δυνατόν και επομένως και της προσβασιμότητας.  Δε δεχόμαστε καμία δικαιολογία για καθυστέρηση αποκατάστασης της προσβασιμότητας, από κανέναν.

  Ας φανταστούμε όμως, την εξής υπερβολική περίπτωση, όπου στην προσπάθειά μας να συνετίσουμε το παιδί μας, έτσι ώστε να μην αφήνει αντικείμενα στους διαδρόμους του σπιτιού, εκείνο να μας απαντούσε: «δικά μου είναι, όπου γουστάρω θα τα βάζω! Δε με νοιάζει από πού θα περάσεις!». Ή στο επόμενο παράδειγμα με τον ανελκυστήρα, να ακούγαμε από τον διαχειριστή : « Ξέρετε, είχαμε πολλά έξοδα αυτό το μήνα για τη διακόσμηση της πολυκατοικίας και δεν περισσεύουν χρήματα για τη συντήρηση του ασανσέρ. Ίσως τον επόμενο μήνα… θα κάνω ό,τι μπορώ…».  Επίσης, αν στις αιτήσεις μας προς το δήμο για την επιδιόρθωση του σηματοδότη, λαμβάναμε επίσημα την εξής απάντηση: « …ο σηματοδότης καταστρέφει την αισθητική του δρόμου και της ευρύτερης περιοχής και για το λόγο αυτό το δημοτικό συμβούλιο θα προχωρήσει σε άμεση αφαίρεσή του από το σημείο όπου βρίσκεται. Προς  αποφυγή κυκλοφορικής συμφόρησης, σας συνιστούμε να μην χρησιμοποιείτε αυτοκίνητο αλλά οφείλετε να μετακινείστε με τα πόδια. Μετά τιμής το Δ.Σ.» Κι αν εξαιτίας της βλάβης του Η/Υ στο χώρο εργασίας, η οποία προφανώς και δε θα οφείλονταν σε δική μας υπαιτιότητα, καθυστερούσαμε να ολοκληρώσουμε επείγουσες και ληξιπρόθεσμες υποθέσεις, με αποτέλεσμα να απολυθούμε…  Τι θα κάναμε σε όλες αυτές τις υπερβολικές περιπτώσεις…;

  Φυσικά θα τους βρίζαμε στην καλύτερη περίπτωση και θα τους στέλναμε να δουν κανένα γιατρό… Διότι, στη ζωή αξία έχει: 1ον ο σεβασμός στο συνάνθρωπο, 2ον η υπευθυνότητα στη διαχείριση υποθέσεων, έχοντας υπόψη το κοινωνικό κι όχι ατομικό συμφέρον, 3ον η λειτουργικότητα ενός έργου κι όχι η αισθητική, 4ον  η κατανόηση των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο εκάστοτε συνάνθρωπος, η ανοχή και η αλληλεγγύη, προκειμένου να ξεπεραστούν τα προβλήματα, 5ον η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής του τρόπου ζωής, με τον λιγότερο κόπο.

  Αυτές λοιπόν τις αυτονόητες αξίες, για ποιο λόγο τις στερούμε από τους ανθρώπους με αναπηρίες;  Γιατί δε σεβόμαστε το δικαίωμά τους να κυκλοφορούν στους δρόμους ανεμπόδιστα, χωρίς αυτοκίνητα «πεταμένα» στις ράμπες, χωρίς κολώνες, τραπεζάκια, μοτοσυκλέτες στη μέση του μικροσκοπικού πεζοδρομίου; Γιατί δεν έχουμε ποτέ αρκετά χρήματα για την ανάπλαση της εισόδου των πολυκατοικιών με ράμπες και ειδικά αναβατόρια , ενώ αντίθετα μας περισσεύουν για ελαιοχρωματισμό, καινούριες γλάστρες και διακοσμητικά, για τελευταίας τεχνολογίας θωρακισμένες πόρτες και κλειδαριές, για κάμερες ασφαλείας, μοκέτες και χριστουγεννιάτικα στολίδια (μαζί με ακριβούς λογαριασμούς της ΔΕΗ…), για ραδιόφωνα σε ανελκυστήρες και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί; Γιατί διαμαρτυρόμαστε ότι η ράμπα χαλάει την αισθητική του κτιρίου και δεν εστιάζουμε στη χρησιμότητά της και ότι χωρίς αυτή δε μπορεί με κανένα άλλο τρόπο να εισέλθει και να εξέλθει ο άνθρωπος με αναπηρία; Γιατί ανακατευόμαστε στην προσωπική τους ζωή, υποδεικνύοντάς τους το πώς θα μετακινηθούν και εξαναγκάζοντάς τους να προσλάβουν κάποιον να τους βοηθάει  ολόκληρο το 24ωρο; 

  Ενώ αν σεβόμασταν την προσβασιμότητα, θα περιοριζόταν σημαντικά η ανάγκη για βοήθεια από τρίτο άτομο, θα λειτουργούσαν σε μεγαλύτερο βαθμό ανεξάρτητα και αξιοπρεπώς. Διότι, όσο και να φαίνεται απίθανο, υπάρχουν και άνθρωποι με αναπηρία που θέλουν, και αν τους δοθεί η ευκαιρία, μπορούν να ζουν ανεξάρτητοι, αυτόνομοι, φυσιολογικοί. Μπορούν να συντηρούν ένα σπιτικό (εργένικο και οικογενειακό), να εργάζονται, να διασκεδάζουν. 

  Γιατί μας φαίνεται υπερβολική πολυτέλεια να θέλει κάποιος να έχει όσο το δυνατόν περισσότερους αυτοματισμούς στη ζωή του, προκειμένου να κάνει εξοικονόμηση δυνάμεων, χρόνου και ανθρώπινου δυναμικού; Γιατί να ανεχόμαστε ως κοινωνία την εκμετάλλευση την οποία υφίστανται οι άνθρωποι με αναπηρία από τους εμπόρους ειδών αποκατάστασης, κοστολογώντας τα σε εξωφρενικά ακριβές τιμές. Γιατί δεν αντιδρούμε στην αδικία; Γιατί θεωρούμε ότι δεν είναι δικό μας πρόβλημα; Γιατί πρέπει να πάθουμε για να μάθουμε; Γιατί νομίζουμε ότι εκτελέσαμε το καθήκον μας με τη χρηματική ελεημοσύνη κι όχι με την καθημερινή έμπρακτη αλληλεγγύη και με το σεβασμό στην αξιοπρέπεια του άλλου; Αφού τις ίδιες αξίες επιδιώκουμε όλοι στη ζωή τελικά, τι είναι αυτό που δικαιολογεί τη διαφορετική αντιμετώπιση;

  Η απάντηση είναι: Τίποτα. Απλά έχουμε «εκπαιδευτεί» από την παιδική μας ηλικία να κοιτάμε την καθημερινότητα μέσα από ένα συγκεκριμένο, θολό «πρίσμα» και διστάζουμε να την αντικρίσουμε ευθέως, έτσι όπως είναι, χωρίς αλλοιώσεις και παραμορφωμένα είδωλα.  Διστάζουμε να παραδεχτούμε ότι όλοι είμαστε ίσοι, γιατί προϋποθέτει εκχώρηση δικαιωμάτων σε άλλους. Γιατί σημαίνει αλλαγή σκέψης και τρόπου ζωής. Κι από την άλλη,… ποιος αλλάζει τώρα…; Δε βαριέσαι…; Καλά είμαστε κι έτσι… 
…ή μήπως δεν είμαστε καλά…; 
ΜΑΡΙΝΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου