Τον βρήκα καθισμένο στο γραφείο του. Ήθελα ένα βιβλίο για εργασία στην Ιστορία Τέχνης, γι’ αυτό είχα πάει ως εκεί. Είχε φτιάξει μια κούπα γάλα, σα να με περίμενε.
-Καλημέρα, είπα.
Με κοίταξε και μου έδωσε το βιβλίο, ανοιχτό σε μια σελίδα που είχε έναν πίνακα μ’ ένα αγόρι μικρό, που κάπνιζε.
-Αυτό είναι ζωγραφική για τα παιδιά που βιάζονται να μεγαλώσουν, είπε.
-Γιατί αγαπάτε τόσο πολύ τα παιδιά;
Έκλεισε απότομα το βιβλίο. Μου έδωσε στα χέρια ένα πράσινο κομμάτι πλαστελίνη.
Το βλέμμα του ήταν σα να μου έλεγε:
Το βλέπεις αυτό;
Είναι σαν την ψυχή του ανθρώπου. Οφείλεις να τον μάθεις να πλάθει μ’ αυτή όσα αγαπάει…
Δε θυμάμαι να είπαμε κάτι άλλο. Βγήκα έξω και τα χέρια μου είχαν ακόμα πλαστελίνη. Το παιδί μέσα μου σιγοτραγουδούσε ένα σκοπό που ακόμα θυμάμαι.
-Καλημέρα, είπα.
Με κοίταξε και μου έδωσε το βιβλίο, ανοιχτό σε μια σελίδα που είχε έναν πίνακα μ’ ένα αγόρι μικρό, που κάπνιζε.
-Αυτό είναι ζωγραφική για τα παιδιά που βιάζονται να μεγαλώσουν, είπε.
-Γιατί αγαπάτε τόσο πολύ τα παιδιά;
Έκλεισε απότομα το βιβλίο. Μου έδωσε στα χέρια ένα πράσινο κομμάτι πλαστελίνη.
Το βλέμμα του ήταν σα να μου έλεγε:
Το βλέπεις αυτό;
Είναι σαν την ψυχή του ανθρώπου. Οφείλεις να τον μάθεις να πλάθει μ’ αυτή όσα αγαπάει…
Δε θυμάμαι να είπαμε κάτι άλλο. Βγήκα έξω και τα χέρια μου είχαν ακόμα πλαστελίνη. Το παιδί μέσα μου σιγοτραγουδούσε ένα σκοπό που ακόμα θυμάμαι.
Μαρία Σχίζα