Δεν του ερχόταν λέξη. Δε μπορούσε να γράψει τίποτα για το editorial που έπρεπε να δώσει στο περιοδικό. Σκεφτόταν μόνο τον πατέρα του και αυτό που του είχε πει όταν, παιδάκι ακόμα, τον ρώτησε για την εμπιστοσύνη. Είχε πει μόνο:
" Όταν γελάνε και τα μάτια μαζί με τα χείλη, μην τον φοβάσαι τον άνθρωπο!" ...
Όχι. Δε μπορούσε να γράψει. Είναι κάποια πράγματα που δε χωράνε στις λέξεις. Σαν τους ανθρώπους που αγαπάς και που θυμάσαι και που ζουν αιώνια στην καρδιά σου! Σαν τις συγγνώμες , που δε μπόρεσες να πεις ποτέ, κι όμως ρε γαμώτο τις εννοούσες όσο τίποτα άλλο. Κι ήθελες να τρέξεις και να κρυφτείς από αφάνταστη ντροπή...
Σαν ιστορίες που τις λες μόνο στους στενούς σου φίλους, τους αληθινούς. Κι είναι κρυμμένες σε υπόγεια με παιδικά παιχνίδια...
Εκεί, με ελάχιστο φως, συναντάς χέρια σταθερά, έτοιμα να διώξουν κάθε φόβο και κάθε πόνο και να σε αγκαλιάσουν με πατρική στοργή. Χέρια ανθρώπων που σε συγχωρούν γιατί ξέρουν να χαμογελάνε και ν' ακούνε με την καρδιά.
Δε μπορούσε να γράψει. Πήρε το χαρτί, λευκό όπως ήταν, έφτιαξε καραβάκι, και το έβαλε με μεγάλη προσοχή, ευλαβικά σχεδόν, δίπλα στην αγαπημένη του κούπα με τα Στρουμφάκια, που ήταν πάνω στο γραφείο του.
Κάποιες ιστορίες, σκέφτηκε, δε γίνεται να αναβοσβήνουν σε μικρές και μεγάλες οθόνες. Γράφονται αποκλειστικά και μόνο για τους δυό-τρεις φίλους που καταλαβαίνουν απόλυτα όλα τα μικρά και τα μεγάλα που κρύβεις με επιμέλεια πίσω από τις γαλάζιες κουρτίνες του παιδικού σου δωματίου και ξέρουν όλες τις προσευχές που έκανες μικρός στον κήπο με τις τριανταφυλλιές...!!!
Μαρία Σχίζα