Mια φορά κι έναν καιρό σε μία μακρινή πόλη που θα έλεγε κανείς ότι μοιάζει περισσότερο με χωριό παρά με πόλη , όπου ένας τεράστιος ελαιώνας φαίνεται να επεκτείνεται κατά μήκος της πεδιάδας , μικροί και μεγάλοι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι λαμβάνοντας τους καρπούς και τα αγαθά της εύφορης αυτής κοιλάδας… Όλοι; Δυστυχώς δεν ήταν όλοι εκείνοι οι οποίοι ήταν πλούσιοι. Υπήρχαν και κάτοικοι σε αυτήν την περιοχή όπου δεν μπορούσαν να θρέψουν τα παιδιά τους γιατί δεν είχαν καρπούς ή άλλοι ύστερα από την μεγάλη καταστροφή που είχε υποστεί ο ελαιώνας το προηγούμενο καλοκαίρι από μία τεράστια πυρκαγιά ,χάσανε όλο τους το βιος και έτσι δεν μπορούσαν να ζήσουν τις οικογένειές τους… Ανάμεσα στους πολύ πλούσιους ζούσε και ένας βασιλιάς , ο πιο μεγάλος και δυνατός βασιλιάς των γύρω περιοχών , ενώ γίνονταν τα πράγματα και τα θάματα στον τόπο εκείνος παρέμενε αλώβητος συνεχίζοντας , «θερίζοντας» το χωράφι που του παραδόθηκε χωρίς να του ανήκει. Ήταν ένα τεράστιο χωράφι , που στην αρχή το είχε πάρει πριν πολλά χρόνια από τους προηγούμενους βασιλιάδες με την προϋπόθεση να το διατηρήσει εύφορο και παραγωγικό έτσι ώστε να μπορούν όλοι να απολαμβάνουν τους καρπούς του. Στην αρχή μαζί με όλους τους χωριανούς και συντοπίτες θέριζε το χωράφι , το φρόντιζε και ανάμεσα στις πρώτες σταλαγματιές της πρώτης πρωινής ανάσας των τρυφερών βλαστών έτρεχε και ο ιδρώτας από τον κάματο αυτού του περιβολιού. Ήταν πολύ όμορφο και όλοι ήταν χαρούμενοι. Φροντίζοντας τα υπέροχα δέντρα , ξεκινώντας από τα οπωροκηπευτικά μέχρι την πανέμορφη ελιά ο τόπος έγινε ευλογημένος και πολλοί ξένοι έρχονταν να τον γνωρίσουν γιατί η φήμη του για τον καλό βασιλιά και για αυτό το πανέμορφο χωράφι είχε περάσει τα σύνορα του χωριού του. Όμως μια γκρίζα μέρα , μία πολύ γκρίζα μέρα , όταν στην περιοχή κατέφθασαν μεγάλα εκσκαφικά και εξορυκτικά μεταλλευτικά οχήματα ένα νέφος διχόνοιας άρχισε να καλύπτει το χωριουδάκι αυτό… Ο βασιλιάς δεν ενδιαφερόταν πλέον για το υπέροχο κτήμα των προκατόχων του γιατί οι δυνατοί θόρυβοι των μεγάλων γερανών και βαρέων μηχανημάτων φαίνεται να του μπέρδεψαν το μυαλό και σύντομα κατάφερα εκείνος να το χάσει… Οι κάτοικοι άρχισαν να δυσαρεστούνται αλλά να μην μπορούν να κάνουν κάτι μιας και ο βασιλιάς με τις νέες του δυνάμεις και συμμάχους είχε γίνει άτρωτος στα βλέμματα των πολλών. Εκεί λίγο πιο πάνω από αυτό το χωριό υπήρχε ένα παλιό κάστρο , ήταν από τους παλιούς πολεμιστές και κατακτητές του και είχε μείνει παραμελημένο να θυμίζει ξεθωριασμένες μάχες προηγούμενων εποχών. Ο άρχοντας εκμεταλλεύτηκε την υψομετρική διαφορά από τα άλλα σημεία του τόπου και με τα μεγάλα αυτά αυτοκίνητα μπαίνει στο κάστρο και το ξανακτίζει αυτήν την φορά τόσο γερά και βαριά έτσι ώστε κανένας να μην μπορεί να πάει και να τον δει ή να τον ακούσει. Μα το ίδιο έπαθε και αυτός… Γιατί σε λίγο, κανείς δεν μπορούσε να τον ακούσει ή να τον δει γιατί οι τοίχοι του ήταν τόσο ψηλοί και οι πέτρες του κάστρου τόσο μεγάλες που κάλυπταν κάθε άλλο ήχο στο πέρασμά τους. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε ο βασιλιάς να γίνει ο πιο ξακουστός για το πιο μεγάλο κάστρο, στο μεγάλο αυτό λεκανοπέδιο του ελαιώνα μα και ο πιο μοναχικός μιας και κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους του δεν μπορούσε να ακούσει ή να δει κανέναν. Ακόμα και ο ήλιος , ο παλιός του φίλος σταμάτησε να τον επισκέπτεται και η μόνη του συντροφιά ήταν το φεγγάρι. «Φεγγάρι μου για δες με να μου πεις Δεν είμαι ο πιο ωραίος Άρχοντας γίνηκα Τρανός Στον τόπο ο πιο σπουδαίος Όλοι που ξέρω τραγουδούν Όπως κι εγώ μακριά τους Κάποτε τραγουδάγαμε μαζί Μα δεν είμαι κοντά τους Είναι ωραία η μοναξιά Μα κι συντροφιά επίσης Ρίξε στην στάχτη του δειλινού Το φως να αντηχήσεις Και λάμψε όσο μπορείς πιο δυνατά Γιατί εγώ σταμάτησα να λάμπω Ίσως κάποιοι να το δουν Και ίσως να προλάβω» Και με αυτά τα λόγια ο βασιλιάς αποκοιμήθηκε επάνω στον πέτρινο θρόνο που είχε χτίσει με τα μεταλλευτικά οχήματα που θέριζαν τους καρπούς της γύρω περιοχής. Και αντί να ξημερώσει ,έντονη νύχτα φάνηκε να επικρατεί σε αυτό το χωριό. Η πιο μεγάλη νύχτα του χρόνου. Όλοι ήταν τόσο δυστυχισμένοι γιατί φάνηκε ο ήλιος να τους ξέχασε κρατώντας μούτρα του βασιλιά τους. Τα πρωινά τους τραγούδια δεν τον έφθαναν και σύντομα ξεχάσανε να τα προφέρουν. Το φεγγάρι ήταν η μόνη τους συντροφιά. Το άλλοτε φωτεινό χωράφι του ήλιου γίνηκε το χωράφι του φεγγαριού .Και το μόνο φως που έλαμπε σαν ήλιος στο χωράφι ήταν εκείνο.Και…Γεμίσει ζιζάνια τόσα που είχαν καταπνίξει τον καρπό του. Και γίνηκαν τόσα που κάλυψαν τον Τόπο. Και γίνηκαν τόσα που έφθασαν μέχρι το κάστρο του βασιλιά και κόντευαν να τον πνίξουν με τα μακριά τους κλωνάρια. Τότε ήταν που ένα μικρό κλάμα ξύπνησε τον λήθαργο του μακρινού αυτού κήπου.Μέσα από αυτό το χωράφι ξεπροβάλει ένα μικρό μωρό στα σπάργανα και την αγκαλιά μίας καλής κυριούλας. Το φεγγάρι έλαμπε πολύ δυνατά και σύντομα φώτισε το προσωπάκι του. Στην συνέχεια ακούστηκαν και άλλα κλάματα. Δεν γνωρίζω το πότε μα γίνηκαν και άλλα. Πολλά. Τότε κάποιος είδε πως το φως του φεγγαριού ήταν πολύ πιο φωτεινό από συνήθως. Τότε κάποιος είπε πως η ελπίδα δεν χάθηκε. Τότε κάποιος φώναξε «ο βασιλιάς μας κινδυνεύει». Τότε κάποιος είπε απλώς την λέξη αγάπη. Τα μικρά μα τρυφερά κλάματα που γεννήθηκαν από έναν μικρό βλαστό που κατάφερε να επιβιώσει στο ατημέλητο χωράφι γλύκαναν το φεγγάρι. Εκείνο άρχισε να χαμογελά και να γνέφει στους κατοίκους. Σύντομα άρχισε να αποσύρεται και να δίνει την σειρά τους στις φωτεινές ακτίνες του ήλιου. Με την ζέστη των πρώτων αυτών θερμών αχτίδων τα σάβανα μπόρεσαν να βγουν από το απαλό δερματάκι των τρυφερών αυτών βλαστών και τώρα την θέση των δυνατών κλαμάτων αντικατέστησαν τα ζωηρά γέλια και οι φωνές των πρώτων άρθρων που άρχισαν να προφέρουν. Τα ζιζάνια με έναν περίεργο τρόπο άρχισαν να ξεραίνονται από τον υπέρλαμπρο ήλιο που φαινόταν να αγκαλιάζει τον τόπο… Τα χρόνια πέρασαν και το χωράφι πολλές φορές καλυπτόταν από ήλιο και άλλες από φεγγάρι. Ο κήπος δεν μπόρεσε να καθαριστεί , μα κάθε φορά οι βλαστοί έσκαγαν από τα σκληρά και σπαρακτικά ζιζάνια. Κανείς δεν ξέρει τι απέγινε ο βασιλιάς… Κάποτε λένε πως δημιουργήθηκε και ένας θρύλος. Λένε ότι σε εκείνο το χωριό , η όψιμη παρουσία του κάποτε καλού βασιλιά στοίχειωσε και μια φορά τον χρόνο κατέβαινε από τα τοίχοι του κάστρου που σύντομα πέσανε , και άρχιζε να βογκά και να σπαράσσει. Κάποιοι επίσης θεώρησαν ότι αυτοί οι ήχοι πως ήταν τα κλάματα ή τα τραγούδια που προσπαθούσε εκείνος να πει στους συγχωριανούς του , μα το κεφάλι του ήταν μπερδεμένο και το σκοτάδι του έκανε την λαλιά αλλιώτικη , τέτοια ώστε να μην την καταλαβαίνουν οι άλλοι… Μα αυτό το στοιχειό παραμένει άκακο , γιατί μέσα του , βασιλεύει μία παιδική καρδιά , ίσως η πιο μεγάλη του τόπου και που την φέρουν όλοι οι κάτοικοι του. Ίσως στο τέλος με την λάμψη και το σκίρτημά της κατάφεραν οι ανθοί να καρποφορήσουν και να ταΐσουν τους κατοίκους του. Όταν μια μέρα μπορέσουν να ξανακούσουν και να προφέρουν εκείνα τα τραγούδια , ίσως , ο θρύλος λέει να ξαναδούν τον βασιλιά , με την καλή μα μοναχική καρδιά και ίσως να την ευφράνουν αγκαλιάζοντάς την και πάλι. Γιατί ακόμα και σε μια μοναχική καρδιά , σε έναν ευλογημένο κήπο υπάρχει πάντοτε ένας μικρός βλαστός που λέγεται «Αγάπη»...
Βιβή Μαρκάτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου