Όπως όλοι ξέρουμε η βρεφική – παιδική ηλικία είναι το πιο τρυφερό κομμάτι του χρόνου της ζωής ενός ανθρώπου. Αν και για το μεγαλύτερο μέρος της ηλικίας αυτής δεν είμαστε σε θέση να έχουμε ξεκάθαρη εικόνα, έχει αποδειχθεί πως είναι μια κρίσιμη (η κρισιμότερη ίσως) περίοδος για τη διαμόρφωση του βαθύτερου εαυτού μας. Έμπρακτη απόδειξη της καθοριστικής σημασίας της για τον ίδιο μας τον εαυτό είναι το γεγονός ότι σ΄ αυτήν ανατρέχουμε κάθε φορά που έχουμε ανάγκη να ερμηνεύσουμε σε βάθος τη συμπεριφορά μας.
Το παιδί από μόνο του δεν είναι ούτε καλό, ούτε κακό. Θα μπορούσαμε ίσως να το ταυτίσουμε με ένα άγραφο – λευκό χαρτί ή καλύτερα με ένα ακατέργαστο κομμάτι πηλού. Με λίγα λόγια το παιδί είναι εύπλαστο υλικό που βρίσκεται υπό διαμόρφωση.
Ο μέσος όρος των ανθρώπων έχει την αίσθηση ότι η παιδική ηλικία βρίσκεται σε στενή σύνδεση με την έλλειψη της αγωνίας και της ευθύνης, με την ξεγνοιασιά, την ανεμελιά και το παιχνίδι. Ωστόσο, κανενός παιδιού η πραγματικότητα, δε βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια με όλα αυτά. Κάθε παιδί έχει τα δικά του προβλήματα όσο κι αν δεν μπορεί να τα συνειδητοποιήσει ούτε εκείνο και τις περισσότερες φορές, ούτε οι μεγάλοι.
Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως η πραγματικότητα που διέπει τη ζωή ενός παιδιού είναι αρκετή για να πεισθούμε πως η αλήθεια βρίσκεται στην άλλη άκρη. Μεταξύ των ορισμένων αυτών περιπτώσεων συγκαταλέγονται και τα παιδιά που λόγω σοβαρών προβληματικών φυσικών καταστάσεων υποβάλλονται στην ακολούθηση αυστηρών θεραπευτικών προγραμμάτων τα οποία τις περισσότερες φορές απορροφούν σχεδόν όλο τους το χρόνο. Πολλές φορές μάλιστα είναι απαραίτητο να αφήσουν τις βάσεις τους και να φιλοξενηθούν για αρκετά μεγάλα χρονικά διαστήματα σε κέντρα αποκατάστασης.
Εύκολα μπορούμε πιστεύω να αντιληφθούμε ότι παιδική ανεμελιά και αυστηρό θεραπευτικό πρόγραμμα δεν συμβαδίζουν πολύ καλά μαζί. Το ένα «ανταγωνίζεται» και «τρώει» το άλλο. Το παιδί από την άλλη βρίσκεται στη μέση προσπαθώντας με αγωνία να βρει τις ισορροπίες του ταιριάζοντάς τα. Πράγμα βέβαια ιδιαίτερα δύσκολο αλλά ταυτόχρονα (θέλω να πιστεύω) και ιδιαζόντως εφικτό. Τουλάχιστον ως ένα βαθμό. Ωστόσο, για λόγους ευνόητους προηγείται η ακολούθηση του αυστηρού θεραπευτικού προγράμματος και η συγκέντρωση του παιδιού κατά κύριο λόγο σ’ αυτήν. Έτσι λοιπόν, η προβληματική από τη φύση της κατάσταση ενός παιδιού από τη μια και το αυστηρό θεραπευτικό πρόγραμμα αντιμετώπισής αυτής από την άλλη, θέτουν στο παιδί αυστηρά όρια συμπεριφοράς, τα οποία στερούν αυτομάτως από το παιδί ένα μεγάλο μέρος της ανεμελιάς και του παιχνιδιού που του αναλογεί. Ωστόσο, ο δικός μου στόχος γράφοντας το συγκεκριμένο κείμενο, είναι να ανατρέψω την αρνητικά φορτισμένη αίσθηση των ανθρώπων για την προβληματική κατάσταση ενός παιδιού αφενός καθώς και για την υποβολή αυτού σε θεραπευτικές διαδικασίες αφετέρου.
Στην πραγματικότητα η θεραπεία δεν είναι για το παιδί μια απλή διαδικασία αρχής μέσης και τέλους. Χωρίς αμφιβολία το αυστηρό θεραπευτικό πρόγραμμα με το συμβολικό – παιδευτικό του χαρακτήρα συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση της ταυτότητας του παιδιού.
Ο μόνος τρόπος ελαχιστοποίησης του ενδεχόμενου ( κάθε είδους) «τραυματισμού» του παιδιού αλλά και εξασφάλισης, του ότι η καθοριστική για τη δημιουργία της μελλοντικής ταυτότητας του παιδιού, συμβολή του αυστηρού θεραπευτικού προγράμματος θα έχει οπωσδήποτε θετική όψη, είναι αρχικά η τήρηση των απαραίτητων και ποικίλων προϋποθέσεων για το σωστό τρόπο χορήγησης του θεραπευτικού προγράμματος από την πλευρά του κράτους (μεταξύ των οποίων βρίσκεται και τη πρωταρχικής σημασίας κρατική μέριμνα έτσι ώστε να αναλαμβάνουν τη θέση του θεραπευτή μόνο όσοι τρέφουν το αίσθημα της αμέριστης αγάπης γι αυτήν.)
Τελικά όμως εκείνος που κατά κύριο λόγο είναι σε θέση να κάνει τη διαφορά φροντίζοντας τόσο για τη σωστή χορήγηση του θεραπευτικού προγράμματος όσο και για τη θετική συμβολή αυτού στην προσωπικότητα του παιδιού, δεν είναι άλλος από τον ίδιο το θεραπευτή.
Αν ο θεραπευτής χρησιμοποιήσει ως μέσο προσέγγισης του παιδιού, την αμέριστη αποδοχή του, την άρνηση της βίας, την αλήθεια και την αγνότητα, το παιδί θα εξαναγκαστεί με την πάροδο του χρόνου αβίαστα, ηθελημένα κι από μόνο του, στη σοβαρότητα, στην ωριμότητα, στην υπευθυνότητα, στην αυστηρότητα, στην ανάπτυξη μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και αυτοπειθαρχίας, στην υπομονή και την επιμονή. Στην άρνηση της εγκατάλειψης που συνεπάγεται τον αδιάκοπο προσωπικό αγώνα. Στην συνειδητοποίηση του ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο στη ζωή ούτε και θα πρέπει να θεωρείται δεδομέν απ’ τον
άνθρωπο. Στη διαφορετική εκτίμηση των αποτελεσμάτων μιας προσπάθειας, που συνεπάγεται ότι το ελάχιστο είναι οπωσδήποτε προτιμότερο απ’ το τίποτα. Στην αυτογνωσία και γενικότερα στη θέαση της πραγματικότητας που διέπει τη ζωή από μια ασυνήθιστα διαφορετική οπτική γωνία*.
Καταλήγοντας σ’ ένα συμπέρασμα, οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι εκείνο που εν τέλει προσδίδει στην παιδική θεραπεία όψη θετική, δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι ενυπάρχει μέσα της μια εξαιρετική δυνατότητα γαλούχησης του παιδιού. Παρά όμως το γεγονός ότι ένα αυστηρό θεραπευτικό πρόγραμμα δύναται από τη φύση του να γαλουχήσει με εξαιρετικό τρόπο ένα παιδί, το κατά πόσο τελικά θα γαλουχηθεί ή όχι το παιδί εξαρτάται τόσο από κοινωνικούς κρατικούς παράγοντες οι οποίοι συν των άλλων θα μπορούσαν να συμβάλλουν καθοριστικά στην αμεσότερη, δραστικότερη , αποδοτικότερη και με μια λέξη θετική ανταπόκριση του θεραπευτή στο έργο του. Όσο και από το θεραπευτή και τον τρόπο που επιλέγει να δουλέψει με το παιδί.
*Στο βιβλίο "ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ" του Fernard Braudel(εκδ. ΜΙΕΤ) αναφέρεται ότι ο Γκάντι (1869 – 1914) διδάσκει πως «οι μόνες δυνάμεις που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς για να εξαναγκάσει τον άλλον είναι η αλήθεια και η άρνηση της βίας απέναντι σε οποιοδήποτε ζωντανό ον και η αγνότητα.»
Ευγενία Μπλέτσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου